εναλλοιώ

εναλλοιώ
ἐναλλοιῶ (-όω) (AM)
κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν, αλλοιώνω, μεταβάλλω, αλλάζω, τροποποιώ («μὴ ὑπὸ κόρου καὶ πλησμονῆς ἐναλλοιωθῶσιν», Δαμασκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”